ἡμιάγρυπνος

ἡμιάγρυπνος
ἡμι-άγρυπνος, ον,
A half-awake, Agath.4.19.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ημιάγρυπνος — ἡμιάγρυπνος, ον (Μ) κατά το ήμισυ άγρυπνος, μισοξυπνητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + άγρυπνος] …   Dictionary of Greek

  • ἡμιάγρυπνον — ἡμιάγρυπνος half awake masc/fem acc sg ἡμιάγρυπνος half awake neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”